- ανασταδον
- ἀνασταδόνἀναστᾰ-δόνadv. поднимаясь или поднявшись, вставая или стоя Hom.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ανασταδόν — ἀνασταδὸν (Α) [ανίστημι] το να στέκεται κανείς όρθια, όρθιος … Dictionary of Greek
ἀνασταδόν — standing up indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανίστημι — ἀνίστημι (AM) 1. σηκώνω, εγείρω 2. μεσ. ανασταίνομαι αρχ. Ι. ενεργ. 1. σηκώνω από τον ύπνο, ξυπνώ 2. σηκώνω από τον τάφο, ανασταίνω 3. βγάζω κάποιον από την αθλιότητα, δυστυχία ή δουλεία 4. (για πράγματα) ιδρύω, ανεγείρω, στήνω, κατασκευάζω 5.… … Dictionary of Greek